“Αναρωτιέμαι πολλές φορές, μετά τον θάνατο ενός ζευγαριού πού πάνε τα τρυφερά τους λόγια, αυτά που ψιθύριζαν μονάχα μεταξύ τους για χρόνια, αυτά που δεν κατέγραψε ποτέ κανείς, ο κώδικάς τους ο ιδιωτικός, ο ερμητικός, τα λόγια που φτιάχτηκαν απ' τα υγρά του έρωτα καθώς σταγόνες στέγνωναν στο στήθος και στην κοιλιά. Οι λέξεις τους οι μικρές, οι χαϊδευτικές, τα παρατσούκλια του έρωτα που μοιάζουν με γουργουρητά περιστεριών, τα προσωνύμια εκείνα που μπεμπεκίζουν, που ακούγονται στ' αυτιά των άλλων γελοία αλλά δεν είναι, λέξεις που τυχόν δεν υπάρχουν αλλά είναι παραφθορές άλλων, λόγια που τα φούρνισαν οι δικοί τους στεναγμοί και οι δαγκωματιές τους σε λαιμούς και τρυφερά αυτιά. Πού πάνε όλα αυτά μετά τον θάνατο; Δεν είναι λόγια προσευχής να τα φυλάξουν οι άγγελοι ούτε ποιήματα εμπνευσμένων ανδρών για να σκύψουν πάνω τους ύστερα από χρόνια οι σοφοί. Θρηνώ για τον χαμό τους τον αναπόφευκτο.”

Ισίδωρος Ζουργός

Explore This Quote Further

Quote by Ισίδωρος Ζουργός: “Αναρωτιέμαι πολλές φορές, μετά τον θάνατο ενός ζ… - Image 1

Similar quotes

“Το αντρικό μοιρολόι δεν το ‘χει μελετήσει κανείς. Λαογράφοι, μουσικοί κι ανθρωπολόγοι σήκωσαν τους ώμους αδιάφορα και προσπέρασαν. Ο αντρικός θρήνος πριν απ’ τον τάφο είναι ένας πολιτισμός ολόκληρος, αθέατος όπως, μόνο κουκούτσια και σπαράγματα μπορείς να βρεις ακούγοντας τα λόγια των γερόντων στο καφενείο. Οι άντρες θρηνούν μέσα τους, βαθιά στις εγωιστικές τους κρύπτες, θρηνούν για την αιωνιότητα των στιγμών τους που τις πίστεψαν, θρηνούν για λέξεις θηλυκές που τους ξεγέλασαν, αθανασία, παντοτινότητα. Ο αντρικός θρήνος είναι αποχαιρετισμός και ελεγεία, βρισιά, ροχάλα και μίσος για την ανάσταση που αργεί. Είναι ένας θρήνος βαρετός χωρίς τσεμπέρια και δάχτυλα που σφίγγονται σπαρακτικά, βουβός, που τον διακόπτει καμιά φορά το χλιμίντρισμα απ’ το άλογο του πεθαμένου που περιμένει μόνο του έξω απ’ τον στάβλο.”


“Ίσως και να σκεφτόταν -τα έχουν αυτά οι συγγραφείς- πως ο αφρός είναι το μοναδικό πράγμα που στην ουσία δεν υπάρχει' εκεί που εμφανίζεται εντυπωσιακός μες στη λευκότητά του, ώσπου να τον ερωτευτείς έχει γίνει κάτι άλλο - νερό ας πούμε ή αέρας, κάτι πιο συνηθισμένο κι απ' το τίποτε. Ο αφρός είναι η έμπνευση, η καλύτερη στιγμή κάθε υγρού που ύστερα φθίνει, η βασίλισσα-ψευδαίσθηση που σε κορόιδεψε γι' άλλη μια φορά.”


“Ο κόσμος της γυναίκας είναι γαλατόδασος• πέρα απ’ αυτόν απλώνεται άνυδρος χερσότοπος με στείρες σαύρες και θίνες. Στο ξέφωτο του δάσους, κάτω από μαστόμορφους καρπούς, στέκει το απόμακρό του τέμενος. Έξω από την είσοδο πρέπει να σταθείς και να βγάλεις τα παπούτσια, να νιφτείς, και καθώς περνάς τη χαμηλή πόρτα να σκύψεις. Εκεί, μόλις μπεις στο μισοσκόταδο και στην υγρασία της ζεστής πέτρας, βασιλεύει μια μυρωδιά• είναι τα λόγια τους που καίνε σαν θυμίαμα στις γωνιές κι όλος ο ναός μοσχοβολά. Είτε πρόκειται για βαθύκολπες Δαρδανίδες είτε για μεσόκοπες γυναίκες της Αθήνας με βαθύ ντεκολτέ και ιδρωμένο στήθος, ο κόσμος τους είναι ο ίδιος.”


“Το να μεγαλώνεις σημαίνει να συγχωρείς όλα αυτά που ποτέ δεν μπορούν να είναι όπως φαντάστηκες. Τους ανθρώπους που σε πλήγωσαν. Αυτούς που σε αγάπησαν, όσο μπορούσαν, αλλά όχι αρκετά. Αυτούς που δεν ήταν τέλειοι ή που δεν τους γνώρισες τη σωστή στιγμή. Να τους συγχωρείς, να τους καταλαβαίνεις και ύστερα να συνεχίζεις. Το να μεγαλώνεις, σημαίνει να μαθαίνεις ότι μπορείς κάποια πράγματα να τα ξεπεράσεις.”


“Είδα το βιβλιοπωλείο να γίνεται στάχτη. Είδα τη φωτιά να γλείφει τα έπιπλα και τον παράξενο βιβλιοπώλη, και όλα εκείνα τα αγαπημένα βιβλία, οι σπάνιες σελίδες να γίνονται αποκαϊδια. Η φωτιά δεν μπόρεσε να σταματήσει μπροστά σ' όλα εκείνα που αγαπήσαμε ο καθένας ξεχωριστά και οι δύο μαζί. Γελούσε και έγλειφε με τη φιδίσια γλώσσα της και σκότωνε ακαριαία ό,τι είχε πραγματική σημασία πάνω στη γη. Η φωτιά έσβηνε τον έρωτα του Φλορεντίν Αρίσα για τη Φερμίνα του, που ήταν πέρα από το χρόνο. Σκότωνε για ακόμα μία φορά τον υπέροχο Γκατσμπι, κορόιδευε τον τρόπο που είχε μείνει κολλημένος να κρατάει την εικόνα της Νταίζης παγωμένη στην καρδιά του. Κατέστρεφε ολόκληρη την αθωώτητα στον Ηλίθιο του Ντοστογεφσκι, τα όμορφα πόδια της αδίστακτης Λολίτας, τα κίτρινα και τα κόκκινα εξώφυλλα όλων εκείνων που αγάπησαν και όλων εκείνων που έγραψαν πράγματα που έμοιαζαν πολύ με τη ζωή, αλλά ήταν πάνω από αυτήν, κάπου πολύ ψηλότερα, εκεί όπου οι άνθρωποι ήταν πιο κατανοητοί, πιο θαρραλέοι και που τα τέλη δεν έμοιαζαν τόσο απόλυτα ίδια, αλλά ήταν υπέροχα και γενναία, σαν μία πόλη με καθρέφτες που κατέρρεε όλη μαζί για να τα εξηγήσει όλα, τους μοναχικούς ανθρώπους και τις ευκαιρίες που είχαν πάνω στη γη.”


“Όταν μπορούμε να βάζουμε στο μυαλό μας ρωτήματα, τα ρωτήματα κάνουν μόνα τους τη δουλειά τους. Πάνε ως εκεί που δεν μπορούν να προχωρήσουν οι απαντήσεις. Να, αυτό είναι το κέρδος που έχουμε από τα ρωτήματα. Μας κάνουν να περπατάμε, ενώ με τις απαντήσεις στεκόμαστε.”