“Ο κόσμος της γυναίκας είναι γαλατόδασος• πέρα απ’ αυτόν απλώνεται άνυδρος χερσότοπος με στείρες σαύρες και θίνες. Στο ξέφωτο του δάσους, κάτω από μαστόμορφους καρπούς, στέκει το απόμακρό του τέμενος. Έξω από την είσοδο πρέπει να σταθείς και να βγάλεις τα παπούτσια, να νιφτείς, και καθώς περνάς τη χαμηλή πόρτα να σκύψεις. Εκεί, μόλις μπεις στο μισοσκόταδο και στην υγρασία της ζεστής πέτρας, βασιλεύει μια μυρωδιά• είναι τα λόγια τους που καίνε σαν θυμίαμα στις γωνιές κι όλος ο ναός μοσχοβολά. Είτε πρόκειται για βαθύκολπες Δαρδανίδες είτε για μεσόκοπες γυναίκες της Αθήνας με βαθύ ντεκολτέ και ιδρωμένο στήθος, ο κόσμος τους είναι ο ίδιος.”
“Αναρωτιέμαι πολλές φορές, μετά τον θάνατο ενός ζευγαριού πού πάνε τα τρυφερά τους λόγια, αυτά που ψιθύριζαν μονάχα μεταξύ τους για χρόνια, αυτά που δεν κατέγραψε ποτέ κανείς, ο κώδικάς τους ο ιδιωτικός, ο ερμητικός, τα λόγια που φτιάχτηκαν απ' τα υγρά του έρωτα καθώς σταγόνες στέγνωναν στο στήθος και στην κοιλιά. Οι λέξεις τους οι μικρές, οι χαϊδευτικές, τα παρατσούκλια του έρωτα που μοιάζουν με γουργουρητά περιστεριών, τα προσωνύμια εκείνα που μπεμπεκίζουν, που ακούγονται στ' αυτιά των άλλων γελοία αλλά δεν είναι, λέξεις που τυχόν δεν υπάρχουν αλλά είναι παραφθορές άλλων, λόγια που τα φούρνισαν οι δικοί τους στεναγμοί και οι δαγκωματιές τους σε λαιμούς και τρυφερά αυτιά. Πού πάνε όλα αυτά μετά τον θάνατο; Δεν είναι λόγια προσευχής να τα φυλάξουν οι άγγελοι ούτε ποιήματα εμπνευσμένων ανδρών για να σκύψουν πάνω τους ύστερα από χρόνια οι σοφοί. Θρηνώ για τον χαμό τους τον αναπόφευκτο.”
“Το αντρικό μοιρολόι δεν το ‘χει μελετήσει κανείς. Λαογράφοι, μουσικοί κι ανθρωπολόγοι σήκωσαν τους ώμους αδιάφορα και προσπέρασαν. Ο αντρικός θρήνος πριν απ’ τον τάφο είναι ένας πολιτισμός ολόκληρος, αθέατος όπως, μόνο κουκούτσια και σπαράγματα μπορείς να βρεις ακούγοντας τα λόγια των γερόντων στο καφενείο. Οι άντρες θρηνούν μέσα τους, βαθιά στις εγωιστικές τους κρύπτες, θρηνούν για την αιωνιότητα των στιγμών τους που τις πίστεψαν, θρηνούν για λέξεις θηλυκές που τους ξεγέλασαν, αθανασία, παντοτινότητα. Ο αντρικός θρήνος είναι αποχαιρετισμός και ελεγεία, βρισιά, ροχάλα και μίσος για την ανάσταση που αργεί. Είναι ένας θρήνος βαρετός χωρίς τσεμπέρια και δάχτυλα που σφίγγονται σπαρακτικά, βουβός, που τον διακόπτει καμιά φορά το χλιμίντρισμα απ’ το άλογο του πεθαμένου που περιμένει μόνο του έξω απ’ τον στάβλο.”
“Τώρα πια ξέρω και κάτι άλλο, πως τα όνειρα της θάλασσας δεν είναι σαν τα στεριανά, που φεύγουν με το πρώτο φως, αλλά τα 'χεις στον κόρφο σου και τη μέρα, σε χαϊδεύουν και σου αφήνουν σημάδια από μικρές δαγκωματιές στην κοιλιά. "Είμαι εδώ συνέχεια", σου ψιθυρίζουν, "μην περιμένεις το βράδυ να με ξαναδείς. Φίλα με στο στόμα τώρα, στο καταμεσήμερο!" έτσι σου ψιθυρίζουν.”
“Όπως βλέπεις, Άρεν, μια πράξη δεν είναι, όπως συχνά νομίζουν οι νέοι, σαν μια πέτρα, που κάποιος σηκώνει και πετάει, και πετυχαίνει ή αστοχεί, κι αυτό είναι όλο. Όταν σηκώνεις αυτή την πέτρα, η γη γίνεται ελαφρότερη και το χέρι που την βαστά γίνεται βαρύτερο. Όταν την πετάς, τα κυκλώματα των άστρων ανταποκρίνονται, κι όπου χτυπήσει ή πέσει το σύμπαν μεταβάλλεται. Με κάθε πράξη διακυβεύεται η ισορροπία του συνόλου. Οι άνεμοι και οι θάλασσες, οι δυνάμεις του νερού, του εδάφους και του φωτός, τα ζώα και τα φυτά, και όλα όσα κάνουν, είναι καλά και σωστά καμωμένα. Γιατί όλα τους δρουν μέσα στο πλαίσιο της Ισορροπίας. Από τον τυφώνα και το σάλπισμα της μεγάλης φάλαινας, μέχρι την πτώση ενός ξεραμένου φύλου και το πέταγμα της σκνίπας· όλα γίνονται με γνώμονα την ισορροπία του συνόλου. Αλλά εμείς, στο βαθμό που έχουμε εξουσία πάνω στο σύμπαν και ο ένας πάνω στον άλλον, πρέπει να μαθαίνουμε να κάνουμε αυτό που το φύλλο και η φάλαινα και ο άνεμος κάνουν από τη φύση τους. Πρέπει να μαθαίνουμε να διατηρούμε την ισορροπία. Αφού διαθέτουμε ευφυΐα, δεν πρέπει να δρούμε από άγνοια. Αφού έχουμε επιλογές, δεν πρέπει να συμπεριφερόμαστε ανεύθυνα.”
“Έλεγα μέσα μου όλες αυτές τις αφέλειες σαν να είχα ξεχάσει τι θηρίο είναι τελικά ο άνθρωπος. Σαν να μην ήξερα τι είναι η κάθε καινούρια μέρα που ξημερώνει, πώς γδύνεται μπροστά μας και μας κάνει νόημα να πάμε κοντά της. Πώς ο ήλιος μας κάνει να ξεχνάμε τα ανομολόγητα. Τι είναι εκείνες οι σκέψεις στην πίσσα της νύχτας, οι τύψεις, οι αιθερόφωνες ενοχές; Ένα τίποτα είναι μπροστά στη δύναμη της νέας μέρας που ξημερώνει. Η νεαρή μέρα είναι λήθη και ζωή.”
“Άλλες φορές σκέφτομαι πως η κάθε μέρα που έρχεται μοιάζει με τον άνθρωπο• ο εικοσιτετράωρος κύκλος υπομνηματίζει, ή μάλλον υπαινίσσεται, τον ίδιο τον κύκλο της ζωής του. Τα πρωινά έχουν ένα βρεφικό ψέλλισμα, απ' τα πουλιά συνήθως, ένα αντανακλαστικό τίναγμα στα πόδια κι ένα κλάμα, όπως η ώρα που ξεκινούν τα αστικά λεωφορεία. Τα πρωινά έχουν ένα σαλιωμένο δάχτυλο και μια αθωότητα, γιατί ο άνθρωπος στο ωράριό του είναι ανεξίκακος, οι άνθρωποι αμαρτάνουν συνήθως την ώρα της σχόλης. Το μεσημέρι πάλι ταυτίζεται με το μεσουράνημα του ανθρώπινου κόπου. Το απόγευμα προοιωνίζει τα γηρατειά, την απελπισία της μέσης ηλικίας, όπως είναι η δική μου και των εταίρων. Το σούρουπο καλεί τον χάλκινο ύπνο.”