“Έλεγα μέσα μου όλες αυτές τις αφέλειες σαν να είχα ξεχάσει τι θηρίο είναι τελικά ο άνθρωπος. Σαν να μην ήξερα τι είναι η κάθε καινούρια μέρα που ξημερώνει, πώς γδύνεται μπροστά μας και μας κάνει νόημα να πάμε κοντά της. Πώς ο ήλιος μας κάνει να ξεχνάμε τα ανομολόγητα. Τι είναι εκείνες οι σκέψεις στην πίσσα της νύχτας, οι τύψεις, οι αιθερόφωνες ενοχές; Ένα τίποτα είναι μπροστά στη δύναμη της νέας μέρας που ξημερώνει. Η νεαρή μέρα είναι λήθη και ζωή.”
“Ίσως και να σκεφτόταν -τα έχουν αυτά οι συγγραφείς- πως ο αφρός είναι το μοναδικό πράγμα που στην ουσία δεν υπάρχει' εκεί που εμφανίζεται εντυπωσιακός μες στη λευκότητά του, ώσπου να τον ερωτευτείς έχει γίνει κάτι άλλο - νερό ας πούμε ή αέρας, κάτι πιο συνηθισμένο κι απ' το τίποτε. Ο αφρός είναι η έμπνευση, η καλύτερη στιγμή κάθε υγρού που ύστερα φθίνει, η βασίλισσα-ψευδαίσθηση που σε κορόιδεψε γι' άλλη μια φορά.”
“Ο κόσμος της γυναίκας είναι γαλατόδασος• πέρα απ’ αυτόν απλώνεται άνυδρος χερσότοπος με στείρες σαύρες και θίνες. Στο ξέφωτο του δάσους, κάτω από μαστόμορφους καρπούς, στέκει το απόμακρό του τέμενος. Έξω από την είσοδο πρέπει να σταθείς και να βγάλεις τα παπούτσια, να νιφτείς, και καθώς περνάς τη χαμηλή πόρτα να σκύψεις. Εκεί, μόλις μπεις στο μισοσκόταδο και στην υγρασία της ζεστής πέτρας, βασιλεύει μια μυρωδιά• είναι τα λόγια τους που καίνε σαν θυμίαμα στις γωνιές κι όλος ο ναός μοσχοβολά. Είτε πρόκειται για βαθύκολπες Δαρδανίδες είτε για μεσόκοπες γυναίκες της Αθήνας με βαθύ ντεκολτέ και ιδρωμένο στήθος, ο κόσμος τους είναι ο ίδιος.”
“Άλλες φορές σκέφτομαι πως η κάθε μέρα που έρχεται μοιάζει με τον άνθρωπο• ο εικοσιτετράωρος κύκλος υπομνηματίζει, ή μάλλον υπαινίσσεται, τον ίδιο τον κύκλο της ζωής του. Τα πρωινά έχουν ένα βρεφικό ψέλλισμα, απ' τα πουλιά συνήθως, ένα αντανακλαστικό τίναγμα στα πόδια κι ένα κλάμα, όπως η ώρα που ξεκινούν τα αστικά λεωφορεία. Τα πρωινά έχουν ένα σαλιωμένο δάχτυλο και μια αθωότητα, γιατί ο άνθρωπος στο ωράριό του είναι ανεξίκακος, οι άνθρωποι αμαρτάνουν συνήθως την ώρα της σχόλης. Το μεσημέρι πάλι ταυτίζεται με το μεσουράνημα του ανθρώπινου κόπου. Το απόγευμα προοιωνίζει τα γηρατειά, την απελπισία της μέσης ηλικίας, όπως είναι η δική μου και των εταίρων. Το σούρουπο καλεί τον χάλκινο ύπνο.”
“Αναρωτιέμαι πολλές φορές, μετά τον θάνατο ενός ζευγαριού πού πάνε τα τρυφερά τους λόγια, αυτά που ψιθύριζαν μονάχα μεταξύ τους για χρόνια, αυτά που δεν κατέγραψε ποτέ κανείς, ο κώδικάς τους ο ιδιωτικός, ο ερμητικός, τα λόγια που φτιάχτηκαν απ' τα υγρά του έρωτα καθώς σταγόνες στέγνωναν στο στήθος και στην κοιλιά. Οι λέξεις τους οι μικρές, οι χαϊδευτικές, τα παρατσούκλια του έρωτα που μοιάζουν με γουργουρητά περιστεριών, τα προσωνύμια εκείνα που μπεμπεκίζουν, που ακούγονται στ' αυτιά των άλλων γελοία αλλά δεν είναι, λέξεις που τυχόν δεν υπάρχουν αλλά είναι παραφθορές άλλων, λόγια που τα φούρνισαν οι δικοί τους στεναγμοί και οι δαγκωματιές τους σε λαιμούς και τρυφερά αυτιά. Πού πάνε όλα αυτά μετά τον θάνατο; Δεν είναι λόγια προσευχής να τα φυλάξουν οι άγγελοι ούτε ποιήματα εμπνευσμένων ανδρών για να σκύψουν πάνω τους ύστερα από χρόνια οι σοφοί. Θρηνώ για τον χαμό τους τον αναπόφευκτο.”
“Μες στα κεφάλια μας γίνεται πόλεμος, πόλεμος που τον κερδίσαμε. Πόλεμος που τον χάσαμε. Το χειρότερο είδος πολέμου. Πόλεμος που φυλακίζει τα όνειρα και τα ονειρεύεται σαν να ήταν δικά του. Πόλεμος που μας κατάντησε να λατρεύουμε τους κατακτητές μας και να νιώθουμε αποτροπιασμό για τον εαυτό μας. Είμαστε αιχμάλωτοι πολέμου. Τα όνειρά μας είναι ευνουχισμένα. Δεν ανήκουμε πουθενά. Αρμενίζουμε δίχως άγκυρες σε φουρτουνιασμένα πέλαγα. Μπορεί να μη μας αφήσουν να φτάσουμε ποτέ στη στεριά. Οι θλίψεις μας δε θα είναι ποτέ αρκετά θλιβερές. Οι χαρές μας δε θα είναι ποτέ αρκετά χαρούμενες. Τα όνειρά μας δε θα είναι ποτέ αρκετά μεγάλα. Κι οι ζωές μας δε θα είναι ποτέ αρκετά σημαντικές για να μετράνε.”
“Τώρα πια ξέρω και κάτι άλλο, πως τα όνειρα της θάλασσας δεν είναι σαν τα στεριανά, που φεύγουν με το πρώτο φως, αλλά τα 'χεις στον κόρφο σου και τη μέρα, σε χαϊδεύουν και σου αφήνουν σημάδια από μικρές δαγκωματιές στην κοιλιά. "Είμαι εδώ συνέχεια", σου ψιθυρίζουν, "μην περιμένεις το βράδυ να με ξαναδείς. Φίλα με στο στόμα τώρα, στο καταμεσήμερο!" έτσι σου ψιθυρίζουν.”