“Κι μιὰ μέρα θέλω νὰ γράψουν στὸν τάφο μου: ἔζησε στὰ σύνοραμιᾶς ἀκαθόριστης ἡλικίας καὶ πέθανε γιὰ πράγματα μακρινὰ ποὺ……εἶδε κάποτε σ᾿ ἕνα ἀβέβαιο ὄνειρο.”
“Θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ δὲ θά ῾χουμε πιὰ τί νὰ ποῦμεΘὰ καθόμαστε ἀπέναντι καὶ θὰ κοιταζόμαστε στὰ μάτιαἩ σιωπή μου θὰ λέει: Πόσο εἶσαι ὄμορφη, μὰ δὲβρίσκω ἄλλο τρόπο νὰ στὸ πῶΘὰ ταξιδέψουμε κάπου, ἔτσι ἀπὸ ἀνία ἢ γιὰ νὰποῦμε πὼς κι ἐμεῖς ταξιδέψαμε.Ὁ κόσμος ψάχνει σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ νὰ βρεῖ τουλάχιστοτὸν ἔρωτα, μὰ δὲν βρίσκει τίποτα.Σκέφτομαι συχνὰ πὼς ἡ ζωή μας εἶναι τόσο μικρὴποὺ δὲν ἀξίζει κἂν νὰ τὴν ἀρχίσει κανείς.Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα θὰ πάω στὸ Μοντεβίδεο ἴσως καὶστὴ Σαγκάη, εἶναι κάτι κι αὐτὸ δὲ μπορεῖςνὰ τὸ ἀμφισβητήσεις.Καπνίσαμε -θυμήσου- ἀτέλειωτα τσιγάρασυζητώντας ἕνα βράδυ-ξεχνῶ πάνω σὲ τί- κι εἶναι κρῖμα γιατὶ ἦταν τόσο μα τόσο ἐνδιαφέρον.Μιὰ μέρα, ἂς ἤτανε, νὰ φύγω μακριά σου ἀλλὰ κιἐκεῖ θά ῾ρθεις καὶ θὰ μὲ ζητήσειςΔὲ μπορεῖ, Θέ μου, νὰ φύγει κανεὶς μοναχός του.”
“Ἡ Ποίηση, ποὺ ἀπὸ τὴ φύση της δὲν ἀρκεῖται ποτὲ στὴ μία ὄψη τῶν πραγμάτων, ἔφτασε νά ΄ναι στὶς ἡμέρες μας ἡ μόνη πραγματικὰ ἐπικίνδυνη γιὰ τοὺς ἑκάστοτε κρατοῦντες. Ἐφ΄ ᾧ καὶ οἱ πιὸ ἔξυπνοι ἀπ’ αὐτοὺς τὴ βάζουν τώρα τελευταῖα νὰ φωνάζει «ἐλευθερία», ὅπως οἱ κλέφτες γιὰ νὰ τρομάξει ὁ νοικοκύρης -ὡσότου ὁ ἀφανισμός της συντελεσθεῖ. Τριάντα αἰώνες καὶ πλέον ὁ ἄνθρωπος πασχίζει νὰ βάλει τὴ μία λέξη κοντὰ στὴν ἄλλη μὲ τέτοιον τρόπο ποὺ ἡ σκέψη νὰ ἐξαναγκάζεται νὰ παίρνει καινούργιες στροφές. Ἰδοὺ ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ἡ λειτουργία αὐτὴ σταμάτησε. Εἴμαστε πανέτοιμοι γιὰ τὴ βλακεία."Ἀναφορά στὸν Ἀνδρέα Ἐμπειρίκο”
“Άσε να κλαίω. Μόνο γράφε τους λόγους, μήπως κι οφείλω κι άλλη λύπη. Θέλω να έχω τη συνείδησή μου ήσυχη πως βασανίστηκα για όλα.”
“Από τα μικρά μου χρόνια ως σήμερα, ας μην πω με ακρίβεια πόσα είναι γιατί θα τρομάξω κι εγώ η ίδια, έζησα έναν πόλεμο, δύο εμφύλιους πολέμους, δύο δικτατορίες και δύο προσφυγιές. Δεν τα έζησα σαν απλός παρατηρητής, αλλά παίρνοντας ενεργό μέρος κάθε φορά κι έτσι και να ήθελα δεν θα μπορούσε το συγγραφικό μου έργο να μην επηρεαστεί από τα γεγονότα αυτά που συγκλόνισαν τον τόπο μας. Άθελα μου η ζωή μου μπλέχτηκε μέσα στην ιστορία κι έγινα κι εγώ ένα κομμάτι της. Το συγγραφικό μου λοιπόν έργο, θέλω δε θέλω είναι γεμάτο ιστορία.”
“Το θέλω, λοιπόν, είναι αυθεντικό θέλω απ' τη στιγμή που εννοεί: θέλω να μου συμβεί πράγματι!”