“Μαζεύω τα σύνεργά μου: Όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδυασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.”
“Να είχα, λέει, μιαν αγάπη σαν αλάνα... Να κυλιόμουνα μέσα της, να ‘κανα τούμπες, να ‘πλωνα την αρίδα μου να λιαζόμουνα... Να ‘ρχόντανε τα όνειρά μου σαν τις κάργιες να φτεροκοπούν πάνω από το κεφάλι μου. Βαρέθηκα να χώνω τη ρημάδα την ψυχή μου στα ντουλάπια και να της κρεμώ αρωματικά σακουλάκια να μην τη φάει ο σκόρος. Βαρέθηκα να περπατώ με την πλάτη κολλημένη στα ντουβάρια, γιατί νιώθω γύρω μου το θόρυβο από τα μαχαίρια που ακονίζονται. Είναι πολύ, ρε σεις, αυτό που ονειρεύτηκα; Μιαν αγάπη λέω, σαν αλάνα. Ν’ απλώσω την αρίδα μου να λιαστώ.”
“Από τα μικρά μου χρόνια ως σήμερα, ας μην πω με ακρίβεια πόσα είναι γιατί θα τρομάξω κι εγώ η ίδια, έζησα έναν πόλεμο, δύο εμφύλιους πολέμους, δύο δικτατορίες και δύο προσφυγιές. Δεν τα έζησα σαν απλός παρατηρητής, αλλά παίρνοντας ενεργό μέρος κάθε φορά κι έτσι και να ήθελα δεν θα μπορούσε το συγγραφικό μου έργο να μην επηρεαστεί από τα γεγονότα αυτά που συγκλόνισαν τον τόπο μας. Άθελα μου η ζωή μου μπλέχτηκε μέσα στην ιστορία κι έγινα κι εγώ ένα κομμάτι της. Το συγγραφικό μου λοιπόν έργο, θέλω δε θέλω είναι γεμάτο ιστορία.”
“Πηγα στο δωματιό μου και με αργά βήματα, δίχως να ανάψω το φως, κατευθήνθηκα στο παράθυρο. Με είχε κυριεύσει η σιωπή. Η μοναξιά. Άνοιξα τα φύλλα του παραθύρου για να αναπνέω τον νυχτερινό αέρα και μετά ακούμπησα απαλά στο πλαινό περβάζι. Έφερα τα χέρια γύρω μου και προσπάθησα να νιώσω ζεστασιά. Ένιωθα κρύα μέσα. Παγωμένη. Έκλεισα τα μάτια και αφουγκράστηκα. Ίσως να μπορούσα να ακούσω τα βήματά του μέσα στο δάσος. Τον αέρα που εκτόπιζε το ευλίγιστο κορμί του, την ανάσα του... Βρισκόμασταν τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά συνάμα. Σε λίγο, δε θα είχα ούτε καν αυτό..." Απο την Ελένη...ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΕΣ”
“Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρειςδεν είμαι μόνο αυτός που θα’ πρεπε να μάθεις.Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάωαν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μουσ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,αν σου μιλήσει μια λέξη μουσου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -Θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;Θα βρεις τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;Θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες τη ροή του πλήθους;Είμαι κι ό,τι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι -τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένεςπράξεις, οι πεθαμένες σκέψειςγυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.Είμαι ό,τι δεν έχω γίνει ακόμα -μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.Μη με γυρέψεις αλλούμονάχα εδώ να με γυρέψειςμόνο σε μένα.”
“Όταν, φιλαράκο μου, αποδεχόμαστε τον εαυτό μας, λυτρωνόμαστε. εάν υπάρχει μια ευκαιρία να νιώσεις καλύτερα, είναι εκείνη της συμφιλίωσης. Δεν έχει νόημα να μένεις στο πρόβλημα και να το κουβαλάς. Σημασία έχει να ζεις μαζί του. Δίχως οργή, αλλά κάνοντας ειρήνη.”