“Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.”
“Έχω κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούςμα δε σκοτώνω άστρα.”
“- Θα μ' αγαπάς ο κόσμος να χαλάσει;- Ο κόσμος έχει ήδη χαλάσει κι εγώ ακόμη σ' αγαπώ.”
“Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρειςδεν είμαι μόνο αυτός που θα’ πρεπε να μάθεις.Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάωαν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μουσ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,αν σου μιλήσει μια λέξη μουσου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -Θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;Θα βρεις τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;Θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες τη ροή του πλήθους;Είμαι κι ό,τι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι -τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένεςπράξεις, οι πεθαμένες σκέψειςγυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.Είμαι ό,τι δεν έχω γίνει ακόμα -μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.Μη με γυρέψεις αλλούμονάχα εδώ να με γυρέψειςμόνο σε μένα.”
“Κατ’ αρχήν ο άντρας καπνίζει και πίνει. Το έλεγε η γιαγιά μου, ήταν αλάνθαστη η γριά. Ύστερα δεν τον πιάνουν κότσο εκεί που πιάνουν εσένα. Σου λέει: "Άσε θα πάω εγώ να τους μιλήσω". Ακόμα και αν είναι ενάμιση μέτρο άντρας, πρέπει να σου δημιουργεί τη βεβαιότητα πως μπορεί και να τους δείρει στην εφορία.”
“Να είχα, λέει, μιαν αγάπη σαν αλάνα... Να κυλιόμουνα μέσα της, να ‘κανα τούμπες, να ‘πλωνα την αρίδα μου να λιαζόμουνα... Να ‘ρχόντανε τα όνειρά μου σαν τις κάργιες να φτεροκοπούν πάνω από το κεφάλι μου. Βαρέθηκα να χώνω τη ρημάδα την ψυχή μου στα ντουλάπια και να της κρεμώ αρωματικά σακουλάκια να μην τη φάει ο σκόρος. Βαρέθηκα να περπατώ με την πλάτη κολλημένη στα ντουβάρια, γιατί νιώθω γύρω μου το θόρυβο από τα μαχαίρια που ακονίζονται. Είναι πολύ, ρε σεις, αυτό που ονειρεύτηκα; Μιαν αγάπη λέω, σαν αλάνα. Ν’ απλώσω την αρίδα μου να λιαστώ.”