“Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο και δεν ανασταίνονται πια. Πεθαίνουν μέσα στο ίδιο το σώμα που τις γέννησε, στο σώμα που, αργότερα, από φάτνη έμεινε τάφος ξερός. Τάφος με πολλές και διάφορες επιτύμβιες επιγραφές που, με τον καιρό, αλλάζουν και γίνονται όλο και περισσότερο γενναιόδωρες.”
In this quote, Μάρω Βαμβουνάκη reflects on the concept of old loves and their inevitable demise. The imagery of old loves going to heaven and never being resurrected highlights the finality of certain relationships. The idea that these loves die within the same body that once gave birth to them emphasizes the deep emotional impact of lost love. The comparison of the body to a cradle that later becomes a dry grave demonstrates the transformation and decay that occurs over time. The evolving tombstone inscriptions symbolize the changing nature of memories and emotions associated with past loves. Overall, this quote captures the fleeting and transformative nature of love.
In this quote by Maro Vamvounaki, the idea is presented that old loves eventually come to an end and are laid to rest within the same body that once gave them life. This metaphor can be applied to modern relationships that may have fizzled out or ended, emphasizing the finality and closure that comes with letting go of past loves. It serves as a poignant reminder that while these loves may have once flourished, they ultimately fade away and transform into memories etched in the past.
The quote by Maro Vamvounaki beautifully captures the bittersweet nature of old loves and how they evolve over time. It reflects on the inevitability of love's eventual end and the transformation of the body that once gave birth to it into a cold tomb.
Reflecting on the quote by Maro Vamvounaki, consider the following questions: 1. What do you think the author means by saying that old loves go to heaven and do not revive anymore? 2. How do you interpret the idea that old loves die within the same body that gave birth to them? 3. In what ways can you relate the analogy of the body being both a cradle and a dry grave to your own experiences with love and loss? 4. How do you understand the concept of the body being adorned with various epitaphs that become more generous over time? 5. What do you think the author is trying to convey about the inevitable transformation and evolution of love through these poetic metaphors?
“Όπως βλέπεις, Άρεν, μια πράξη δεν είναι, όπως συχνά νομίζουν οι νέοι, σαν μια πέτρα, που κάποιος σηκώνει και πετάει, και πετυχαίνει ή αστοχεί, κι αυτό είναι όλο. Όταν σηκώνεις αυτή την πέτρα, η γη γίνεται ελαφρότερη και το χέρι που την βαστά γίνεται βαρύτερο. Όταν την πετάς, τα κυκλώματα των άστρων ανταποκρίνονται, κι όπου χτυπήσει ή πέσει το σύμπαν μεταβάλλεται. Με κάθε πράξη διακυβεύεται η ισορροπία του συνόλου. Οι άνεμοι και οι θάλασσες, οι δυνάμεις του νερού, του εδάφους και του φωτός, τα ζώα και τα φυτά, και όλα όσα κάνουν, είναι καλά και σωστά καμωμένα. Γιατί όλα τους δρουν μέσα στο πλαίσιο της Ισορροπίας. Από τον τυφώνα και το σάλπισμα της μεγάλης φάλαινας, μέχρι την πτώση ενός ξεραμένου φύλου και το πέταγμα της σκνίπας· όλα γίνονται με γνώμονα την ισορροπία του συνόλου. Αλλά εμείς, στο βαθμό που έχουμε εξουσία πάνω στο σύμπαν και ο ένας πάνω στον άλλον, πρέπει να μαθαίνουμε να κάνουμε αυτό που το φύλλο και η φάλαινα και ο άνεμος κάνουν από τη φύση τους. Πρέπει να μαθαίνουμε να διατηρούμε την ισορροπία. Αφού διαθέτουμε ευφυΐα, δεν πρέπει να δρούμε από άγνοια. Αφού έχουμε επιλογές, δεν πρέπει να συμπεριφερόμαστε ανεύθυνα.”
“Τώρα πια ξέρω και κάτι άλλο, πως τα όνειρα της θάλασσας δεν είναι σαν τα στεριανά, που φεύγουν με το πρώτο φως, αλλά τα 'χεις στον κόρφο σου και τη μέρα, σε χαϊδεύουν και σου αφήνουν σημάδια από μικρές δαγκωματιές στην κοιλιά. "Είμαι εδώ συνέχεια", σου ψιθυρίζουν, "μην περιμένεις το βράδυ να με ξαναδείς. Φίλα με στο στόμα τώρα, στο καταμεσήμερο!" έτσι σου ψιθυρίζουν.”
“Φοβόμαστε το θάνατο, ανατριχιάζουμε στην αστάθεια της ζωής, λυπόμαστε να βλέπουμε τα λουλούδια να μαραίνονται ξανά και ξανά και τα φύλλα που πέφτουν και στις καρδιές μας γνωρίζουμε ότι εμείς, το ίδιο εφήμεροι είμαστε και σύντομα θα εξαφανιστούμε.Όταν οι καλλιτέχνες δημιουργούν εικόνες και οι στοχαστές ψάχνουν για νόμους και δίνουν σώμα στις σκέψεις, είναι για να διασώσουν κάτι από τον θαυμαστό χορό του θανάτου, είναι για να φτιάξουν κάτι το οποίο θα διαρκέσει περισσότερο από ό, τι εμείς.”
“Είδα το βιβλιοπωλείο να γίνεται στάχτη. Είδα τη φωτιά να γλείφει τα έπιπλα και τον παράξενο βιβλιοπώλη, και όλα εκείνα τα αγαπημένα βιβλία, οι σπάνιες σελίδες να γίνονται αποκαϊδια. Η φωτιά δεν μπόρεσε να σταματήσει μπροστά σ' όλα εκείνα που αγαπήσαμε ο καθένας ξεχωριστά και οι δύο μαζί. Γελούσε και έγλειφε με τη φιδίσια γλώσσα της και σκότωνε ακαριαία ό,τι είχε πραγματική σημασία πάνω στη γη. Η φωτιά έσβηνε τον έρωτα του Φλορεντίν Αρίσα για τη Φερμίνα του, που ήταν πέρα από το χρόνο. Σκότωνε για ακόμα μία φορά τον υπέροχο Γκατσμπι, κορόιδευε τον τρόπο που είχε μείνει κολλημένος να κρατάει την εικόνα της Νταίζης παγωμένη στην καρδιά του. Κατέστρεφε ολόκληρη την αθωώτητα στον Ηλίθιο του Ντοστογεφσκι, τα όμορφα πόδια της αδίστακτης Λολίτας, τα κίτρινα και τα κόκκινα εξώφυλλα όλων εκείνων που αγάπησαν και όλων εκείνων που έγραψαν πράγματα που έμοιαζαν πολύ με τη ζωή, αλλά ήταν πάνω από αυτήν, κάπου πολύ ψηλότερα, εκεί όπου οι άνθρωποι ήταν πιο κατανοητοί, πιο θαρραλέοι και που τα τέλη δεν έμοιαζαν τόσο απόλυτα ίδια, αλλά ήταν υπέροχα και γενναία, σαν μία πόλη με καθρέφτες που κατέρρεε όλη μαζί για να τα εξηγήσει όλα, τους μοναχικούς ανθρώπους και τις ευκαιρίες που είχαν πάνω στη γη.”
“Αναρωτιέμαι πολλές φορές, μετά τον θάνατο ενός ζευγαριού πού πάνε τα τρυφερά τους λόγια, αυτά που ψιθύριζαν μονάχα μεταξύ τους για χρόνια, αυτά που δεν κατέγραψε ποτέ κανείς, ο κώδικάς τους ο ιδιωτικός, ο ερμητικός, τα λόγια που φτιάχτηκαν απ' τα υγρά του έρωτα καθώς σταγόνες στέγνωναν στο στήθος και στην κοιλιά. Οι λέξεις τους οι μικρές, οι χαϊδευτικές, τα παρατσούκλια του έρωτα που μοιάζουν με γουργουρητά περιστεριών, τα προσωνύμια εκείνα που μπεμπεκίζουν, που ακούγονται στ' αυτιά των άλλων γελοία αλλά δεν είναι, λέξεις που τυχόν δεν υπάρχουν αλλά είναι παραφθορές άλλων, λόγια που τα φούρνισαν οι δικοί τους στεναγμοί και οι δαγκωματιές τους σε λαιμούς και τρυφερά αυτιά. Πού πάνε όλα αυτά μετά τον θάνατο; Δεν είναι λόγια προσευχής να τα φυλάξουν οι άγγελοι ούτε ποιήματα εμπνευσμένων ανδρών για να σκύψουν πάνω τους ύστερα από χρόνια οι σοφοί. Θρηνώ για τον χαμό τους τον αναπόφευκτο.”