“Άλλες φορές σκέφτομαι πως η κάθε μέρα που έρχεται μοιάζει με τον άνθρωπο• ο εικοσιτετράωρος κύκλος υπομνηματίζει, ή μάλλον υπαινίσσεται, τον ίδιο τον κύκλο της ζωής του. Τα πρωινά έχουν ένα βρεφικό ψέλλισμα, απ' τα πουλιά συνήθως, ένα αντανακλαστικό τίναγμα στα πόδια κι ένα κλάμα, όπως η ώρα που ξεκινούν τα αστικά λεωφορεία. Τα πρωινά έχουν ένα σαλιωμένο δάχτυλο και μια αθωότητα, γιατί ο άνθρωπος στο ωράριό του είναι ανεξίκακος, οι άνθρωποι αμαρτάνουν συνήθως την ώρα της σχόλης. Το μεσημέρι πάλι ταυτίζεται με το μεσουράνημα του ανθρώπινου κόπου. Το απόγευμα προοιωνίζει τα γηρατειά, την απελπισία της μέσης ηλικίας, όπως είναι η δική μου και των εταίρων. Το σούρουπο καλεί τον χάλκινο ύπνο.”
“Ίσως και να σκεφτόταν -τα έχουν αυτά οι συγγραφείς- πως ο αφρός είναι το μοναδικό πράγμα που στην ουσία δεν υπάρχει' εκεί που εμφανίζεται εντυπωσιακός μες στη λευκότητά του, ώσπου να τον ερωτευτείς έχει γίνει κάτι άλλο - νερό ας πούμε ή αέρας, κάτι πιο συνηθισμένο κι απ' το τίποτε. Ο αφρός είναι η έμπνευση, η καλύτερη στιγμή κάθε υγρού που ύστερα φθίνει, η βασίλισσα-ψευδαίσθηση που σε κορόιδεψε γι' άλλη μια φορά.”
“Το αντρικό μοιρολόι δεν το ‘χει μελετήσει κανείς. Λαογράφοι, μουσικοί κι ανθρωπολόγοι σήκωσαν τους ώμους αδιάφορα και προσπέρασαν. Ο αντρικός θρήνος πριν απ’ τον τάφο είναι ένας πολιτισμός ολόκληρος, αθέατος όπως, μόνο κουκούτσια και σπαράγματα μπορείς να βρεις ακούγοντας τα λόγια των γερόντων στο καφενείο. Οι άντρες θρηνούν μέσα τους, βαθιά στις εγωιστικές τους κρύπτες, θρηνούν για την αιωνιότητα των στιγμών τους που τις πίστεψαν, θρηνούν για λέξεις θηλυκές που τους ξεγέλασαν, αθανασία, παντοτινότητα. Ο αντρικός θρήνος είναι αποχαιρετισμός και ελεγεία, βρισιά, ροχάλα και μίσος για την ανάσταση που αργεί. Είναι ένας θρήνος βαρετός χωρίς τσεμπέρια και δάχτυλα που σφίγγονται σπαρακτικά, βουβός, που τον διακόπτει καμιά φορά το χλιμίντρισμα απ’ το άλογο του πεθαμένου που περιμένει μόνο του έξω απ’ τον στάβλο.”
“Ταυτόχρονα έγειραν και αντάλαξαν ένα φιλί ενώνοντας τα χείλη τους χωρίς να κλείσουν τα μάτια.Ήδη είχε υφάνει τον ιστό της και εκείνος έπεσε θύμα της γοητείας της. Ένα χάδι στον λαιμό ήταν αρκετό να αναστατώσει τον σβέρκο του. Το φιλί που ακολούθησε θαρρείς ότι κράτησε έναν αιώνα. Μια λεπτή κλωστή από σάλιο ήταν η γέφυρα ανάμεσα στην σάρκα και το πνεύμα. Δυο σώματα σφιχταγγαλιασμένα δρόσιζαν τις καυτές πληγές του πάθους τους. Τα χέρια του την έσφιξαν σαν τανάλια και ένα αναφιλητό ηδυπάθειας ήταν η αφορμή να εκραγούν στα πιο χρυσαφένια χρώματα. Η θερμοκρασία σκαρφάλωνε στις υψηλότερες βουνοκορφές του κόσμου, ενώ ρυθμικά τα κορμιά ανακάλυπταν τις λεπτές γραμμές του πόθου. Τα μαλλιά της κυλιόντουσαν σε όλη την έκταση του κορμιού του όσο η γλώσσα της χάραζε υγρούς διαδρόμους απόλαυσης. Τα χρώματα πήραν άλλη μορφή και τα αρώματα άλλη έννοια. Ο κόσμος έφτασε στο σημείο μηδέν και οι λέξεις έχασαν την ουσία τους. Τα κύτταρα της υλικής υπόστασης φορτίζονταν από ισχυρές δόσεις ηλεκτρισμού και ο αέρας ήταν μάρτυρας της συνένωσης στον χώρο. Τα ηλεκτρικά φορτιά έδιναν κίνηση και οι ψυχές τους φωτίζονταν. Η πανδαισία των αισθήσεων ήταν σε πλήρη αρμονία. Ο ορίζοντας έμεινε αδειανός από εικόνες και στο κενό λικνίζονταν η παρουσία της θηλυκής της υπόστασης. Το κέντρο του κόσμου ήταν αυτή και τα ξανθά μαλλιά μαστίγωναν κάθε του αντίσταση. Ο ιδρώτας όριζε τις μυρωδιές των πάντων και η ανάσα τους χαμογελούσε κάπου στο βάθος σιβυλλικά. Η ένωση όριζε τον Χρόνο όπως η γέννησή του τον συμφώνησε από αρχέγονες καταβολές. Τα κορμιά τους πάλλονταν ρυθμικά και συντονισμένα σαν τις χορδές μιας άρπας. Η μελωδία που τραγουδούσαν τα δύο σώματα χάριζαν απλόχερα την ίαση στις ψυχές τους. Όταν η στιγμή ορίστηκε σιωπηλά, ξέσπασαν και οι δυό τους σε μια παντοδύναμη μέθη της ύλης. Το πνεύμα είχε γίνει ένα. Αναφιλητά και χτύποι μαρτυρούσαν την παρουσία από κάτι θεϊκό ολόγυρά τους. Η ένταση έσπευσε να επιστρέψει στο σημείο ισορροπίας και οι ανάσες τους πάλωνταν σε έναν χορό γλυκόπιοτο. Τα δυο σώματα χρωμάτιζαν τα όνειρα που κυμάτιζαν μπροστά τους. Μια θάλασσα από συναισθήματα γκρέμισε με ορμή κάθε αμφιβολία. Έμειναν αγκαλιασμένοι για όση ώρα η καρδιά τους έκρουε τους ήχους της με ορμή. Τα βλέμματά τους έμειναν ενωμένα σαν να αποζητούσαν ξανά αυτό που μόλις είχαν ζήσει. Η μέθεξη ήταν οριστική σε μια συμφωνία μυστική. Τώρα πια γνωρίζει ο ένας τον άλλον.”
“Όπως βλέπεις, Άρεν, μια πράξη δεν είναι, όπως συχνά νομίζουν οι νέοι, σαν μια πέτρα, που κάποιος σηκώνει και πετάει, και πετυχαίνει ή αστοχεί, κι αυτό είναι όλο. Όταν σηκώνεις αυτή την πέτρα, η γη γίνεται ελαφρότερη και το χέρι που την βαστά γίνεται βαρύτερο. Όταν την πετάς, τα κυκλώματα των άστρων ανταποκρίνονται, κι όπου χτυπήσει ή πέσει το σύμπαν μεταβάλλεται. Με κάθε πράξη διακυβεύεται η ισορροπία του συνόλου. Οι άνεμοι και οι θάλασσες, οι δυνάμεις του νερού, του εδάφους και του φωτός, τα ζώα και τα φυτά, και όλα όσα κάνουν, είναι καλά και σωστά καμωμένα. Γιατί όλα τους δρουν μέσα στο πλαίσιο της Ισορροπίας. Από τον τυφώνα και το σάλπισμα της μεγάλης φάλαινας, μέχρι την πτώση ενός ξεραμένου φύλου και το πέταγμα της σκνίπας· όλα γίνονται με γνώμονα την ισορροπία του συνόλου. Αλλά εμείς, στο βαθμό που έχουμε εξουσία πάνω στο σύμπαν και ο ένας πάνω στον άλλον, πρέπει να μαθαίνουμε να κάνουμε αυτό που το φύλλο και η φάλαινα και ο άνεμος κάνουν από τη φύση τους. Πρέπει να μαθαίνουμε να διατηρούμε την ισορροπία. Αφού διαθέτουμε ευφυΐα, δεν πρέπει να δρούμε από άγνοια. Αφού έχουμε επιλογές, δεν πρέπει να συμπεριφερόμαστε ανεύθυνα.”
“Κάθε κύκλος που κλείνει, μπορεί να γίνει μια θηλιά γύρω από τον λαιμό, ένα μαύρο μαντήλι γύρω από τα μάτια ή ένα δαχτυλίδι λαμπερό, φορεμένο στο δάχτυλο της συνείδησής μας. Ο νους μας είναι εκείνος που ή θα δέσει τη θηλιά, ή θα τυλίξει το μαντήλι, ή θα φορέσει το δαχτυλίδι.Η καρδιά μας είναι απλώς ο θεατής.Μα κάθε έργο, δημιουργείται από την ψυχή για την ψυχή και τελειοποιείται για τον θεατή... ”
“Ο κόσμος της γυναίκας είναι γαλατόδασος• πέρα απ’ αυτόν απλώνεται άνυδρος χερσότοπος με στείρες σαύρες και θίνες. Στο ξέφωτο του δάσους, κάτω από μαστόμορφους καρπούς, στέκει το απόμακρό του τέμενος. Έξω από την είσοδο πρέπει να σταθείς και να βγάλεις τα παπούτσια, να νιφτείς, και καθώς περνάς τη χαμηλή πόρτα να σκύψεις. Εκεί, μόλις μπεις στο μισοσκόταδο και στην υγρασία της ζεστής πέτρας, βασιλεύει μια μυρωδιά• είναι τα λόγια τους που καίνε σαν θυμίαμα στις γωνιές κι όλος ο ναός μοσχοβολά. Είτε πρόκειται για βαθύκολπες Δαρδανίδες είτε για μεσόκοπες γυναίκες της Αθήνας με βαθύ ντεκολτέ και ιδρωμένο στήθος, ο κόσμος τους είναι ο ίδιος.”