“Ω, οι μικροί πετεινοί δεν αγαπούν τον ορνιθώνα, του αρέσει μόνος του, κάνει καντάδες στο φεγγάρι.”
“Οι Έλληνες ήξεραν να ντρέπονται μέχρι τον Ιούλιο του 1971, το είχαν μάθει από μικροί, το ήξεραν πριν γεννηθούν, είχαν γεννηθεί ντροπαλοί, αμήχανοι, ξενυχτισμένοι, καπνιστές, τραυματισμένοι, αθώοι, νευρικοί, ανήσυχοι, πληγωμένοι.”
“Όλα όσα είχε ονειρευτεί και είχε ποθήσει βρίσκονταν μπροστά του, δε χρειαζόταν να ψάξει πιο μακριά. Σήμερα άνοιγε μια καινούρια σελίδα στο βιβλίο της ζωής του και, για να είναι σίγουρος ότι το βιβλίο του θα έμενε καθαρό από εδώ και στο εξής, έσκισε όλες τις προηγούμενες, μουντζουρωμένες σελίδες και τις πέταξε στο καλάθι των αχρήστων. Και μαζί τους πέταξε τη Δάφνη Ηλιάδη, τον Φράνκο Ντονατσάν, τον Ρίτσαρντ Έρλιν και την καταραμένη αδελφότητα· κράτησε μόνο μία σελίδα, εκείνη του Ντάντε, του χαϊδεμένου του, που θα ήταν για πάντα το φως των ματιών του.”
“Αναρωτιέμαι πολλές φορές, μετά τον θάνατο ενός ζευγαριού πού πάνε τα τρυφερά τους λόγια, αυτά που ψιθύριζαν μονάχα μεταξύ τους για χρόνια, αυτά που δεν κατέγραψε ποτέ κανείς, ο κώδικάς τους ο ιδιωτικός, ο ερμητικός, τα λόγια που φτιάχτηκαν απ' τα υγρά του έρωτα καθώς σταγόνες στέγνωναν στο στήθος και στην κοιλιά. Οι λέξεις τους οι μικρές, οι χαϊδευτικές, τα παρατσούκλια του έρωτα που μοιάζουν με γουργουρητά περιστεριών, τα προσωνύμια εκείνα που μπεμπεκίζουν, που ακούγονται στ' αυτιά των άλλων γελοία αλλά δεν είναι, λέξεις που τυχόν δεν υπάρχουν αλλά είναι παραφθορές άλλων, λόγια που τα φούρνισαν οι δικοί τους στεναγμοί και οι δαγκωματιές τους σε λαιμούς και τρυφερά αυτιά. Πού πάνε όλα αυτά μετά τον θάνατο; Δεν είναι λόγια προσευχής να τα φυλάξουν οι άγγελοι ούτε ποιήματα εμπνευσμένων ανδρών για να σκύψουν πάνω τους ύστερα από χρόνια οι σοφοί. Θρηνώ για τον χαμό τους τον αναπόφευκτο.”
“Μια από τις κύριες αδυναμίες της ανθρωπότητας εντοπίζεται στην εξοικείωση του μέσου ανθρώπου με τη λέξη "αδύνατον". Ο άνθρωπος γνωρίζει συνήθως όλους του κανόνες που δεν είναι αποτελεσματικοί. Γνωρίζει όλα αυτά που δεν μπορεί να κάνει.”
“Μετά την τρίτη ανάγνωση χρειάστηκε να καθαρίσει τα γυαλιά του, τρίβωντάς τα με την άκρη της ρώσικης πουκαμίσας του, σαν να ήταν τα κρύσταλλα οι πραγματικοί υπεύθυνοι για τον θολό τρόπο με τον οποίο καταλάβαινε ορισμένες λέξεις που του φαίνονταν οδυνηρές αλλά όλο και πιο ξεκάθαρες.”