“Κάτω ἀπ᾿ τὰ ροῦχα μου δὲ χτυπᾶ πιὰ ἡ παιδική μου καρδιὰΛησμόνησα τὴν ἀγάπη πού ῾ναι μόνο ἀγάπη”
“Θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ δὲ θά ῾χουμε πιὰ τί νὰ ποῦμεΘὰ καθόμαστε ἀπέναντι καὶ θὰ κοιταζόμαστε στὰ μάτιαἩ σιωπή μου θὰ λέει: Πόσο εἶσαι ὄμορφη, μὰ δὲβρίσκω ἄλλο τρόπο νὰ στὸ πῶΘὰ ταξιδέψουμε κάπου, ἔτσι ἀπὸ ἀνία ἢ γιὰ νὰποῦμε πὼς κι ἐμεῖς ταξιδέψαμε.Ὁ κόσμος ψάχνει σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ νὰ βρεῖ τουλάχιστοτὸν ἔρωτα, μὰ δὲν βρίσκει τίποτα.Σκέφτομαι συχνὰ πὼς ἡ ζωή μας εἶναι τόσο μικρὴποὺ δὲν ἀξίζει κἂν νὰ τὴν ἀρχίσει κανείς.Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα θὰ πάω στὸ Μοντεβίδεο ἴσως καὶστὴ Σαγκάη, εἶναι κάτι κι αὐτὸ δὲ μπορεῖςνὰ τὸ ἀμφισβητήσεις.Καπνίσαμε -θυμήσου- ἀτέλειωτα τσιγάρασυζητώντας ἕνα βράδυ-ξεχνῶ πάνω σὲ τί- κι εἶναι κρῖμα γιατὶ ἦταν τόσο μα τόσο ἐνδιαφέρον.Μιὰ μέρα, ἂς ἤτανε, νὰ φύγω μακριά σου ἀλλὰ κιἐκεῖ θά ῾ρθεις καὶ θὰ μὲ ζητήσειςΔὲ μπορεῖ, Θέ μου, νὰ φύγει κανεὶς μοναχός του.”
“Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρειςδεν είμαι μόνο αυτός που θα’ πρεπε να μάθεις.Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάωαν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μουσ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,αν σου μιλήσει μια λέξη μουσου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -Θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;Θα βρεις τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;Θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες τη ροή του πλήθους;Είμαι κι ό,τι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι -τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένεςπράξεις, οι πεθαμένες σκέψειςγυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.Είμαι ό,τι δεν έχω γίνει ακόμα -μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.Μη με γυρέψεις αλλούμονάχα εδώ να με γυρέψειςμόνο σε μένα.”
“Μου φτάνει που ξέρω να διαβάζω, γιατί έτσι μαθαίνω αυτά που δεν ξέρω, ενώ όταν γράφεις, γράφεις μόνο αυτά που ξέρεις ήδη.”
“Άσε να κλαίω. Μόνο γράφε τους λόγους, μήπως κι οφείλω κι άλλη λύπη. Θέλω να έχω τη συνείδησή μου ήσυχη πως βασανίστηκα για όλα.”
“Φτάνει που μου πήραν ό,τι είχα στη γη, να μου κλέψουν και τον ουρανό; Πάει πολύ. Δε τους χαραμίζω τη ζωή μου.”