“Φτάνει που μου πήραν ό,τι είχα στη γη, να μου κλέψουν και τον ουρανό; Πάει πολύ. Δε τους χαραμίζω τη ζωή μου.”
“Όμως μ'αυτά και μ'αυτά δε στέγνωσε ποτέ η ψυχή μου. Πάντα ένα αίσθημα ανανεώνει τα αισθήματά μου εφοδιάζοντας τη λάσπη μου με υγρασία, και πάντα ένα κάθαρμα με φέρνει στην κάθαρση, χωρίς να ξέρει τι καλό μου κάνει.”
“Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρειςδεν είμαι μόνο αυτός που θα’ πρεπε να μάθεις.Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάωαν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μουσ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,αν σου μιλήσει μια λέξη μουσου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -Θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;Θα βρεις τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;Θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες τη ροή του πλήθους;Είμαι κι ό,τι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι -τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένεςπράξεις, οι πεθαμένες σκέψειςγυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.Είμαι ό,τι δεν έχω γίνει ακόμα -μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.Μη με γυρέψεις αλλούμονάχα εδώ να με γυρέψειςμόνο σε μένα.”
“Γιατί να ξέρεις, κόρη μου, η συγγνώμηπου δε ζήτησες σε στοιχειώνει και σε βασανίζει πολύ χειρότερα απ’ τη συγγνώμη που δεν άκουσες...."Όταν αγαπάς είναι για πάντα”
“Να είχα, λέει, μιαν αγάπη σαν αλάνα... Να κυλιόμουνα μέσα της, να ‘κανα τούμπες, να ‘πλωνα την αρίδα μου να λιαζόμουνα... Να ‘ρχόντανε τα όνειρά μου σαν τις κάργιες να φτεροκοπούν πάνω από το κεφάλι μου. Βαρέθηκα να χώνω τη ρημάδα την ψυχή μου στα ντουλάπια και να της κρεμώ αρωματικά σακουλάκια να μην τη φάει ο σκόρος. Βαρέθηκα να περπατώ με την πλάτη κολλημένη στα ντουβάρια, γιατί νιώθω γύρω μου το θόρυβο από τα μαχαίρια που ακονίζονται. Είναι πολύ, ρε σεις, αυτό που ονειρεύτηκα; Μιαν αγάπη λέω, σαν αλάνα. Ν’ απλώσω την αρίδα μου να λιαστώ.”
“Πάει κιόλας πολύς καιρός που περιμένω την ώρα και την στιγμή να γράψω για κάποια δάκρυα της παιδικής μου ζωής, που, ενώ κανείς δεν μου τα δίδαξε, μου δίδαξαν εκείνα κάτι.”