“Ξημέρωσε κι απλώθηκε να λύσειτα μάγια του το φως πάνω στο στάριπου πάλλονταν. Κατάλαβα τη ρήση:ο χρόνος είχε σβήσει το λυχνάριτου μέλλοντος. Και ρίχνοντας το ζάριμιας μοίρας που την είχα λησμονήσειθυμήθηκα το μόνο που γνωρίζω:φεύγω μακριά θα πει απλώς γυρίζω.”
“Έχουν να πουν πως άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται το θάνατο. Όχι, σου λέω εγώ. Άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται την αθανασία.”
“«Ε κακομοίρη άνθρωπε», είπε δυνατά, «μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις - το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα 'ναι πολύ αργά. Ας ανασκουμπωθούμε εμείς που το ξέρουμε, ας σύρουμε μπορεί να μας ακούσουν!»”
“Όλα όσα είχε ονειρευτεί και είχε ποθήσει βρίσκονταν μπροστά του, δε χρειαζόταν να ψάξει πιο μακριά. Σήμερα άνοιγε μια καινούρια σελίδα στο βιβλίο της ζωής του και, για να είναι σίγουρος ότι το βιβλίο του θα έμενε καθαρό από εδώ και στο εξής, έσκισε όλες τις προηγούμενες, μουντζουρωμένες σελίδες και τις πέταξε στο καλάθι των αχρήστων. Και μαζί τους πέταξε τη Δάφνη Ηλιάδη, τον Φράνκο Ντονατσάν, τον Ρίτσαρντ Έρλιν και την καταραμένη αδελφότητα· κράτησε μόνο μία σελίδα, εκείνη του Ντάντε, του χαϊδεμένου του, που θα ήταν για πάντα το φως των ματιών του.”
“Δεν υπάρχουν ιδέες - υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες - κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τους κουβαλάει.”
“Μια αιτία για τη δημιουργία νεύρωσης μπορεί να βρεθεί στο γεγονός ότι το παιδί έχει μια μητέρα που το αγαπάει μεν αλλά είναι υπερβολικά επιεικής ή αυταρχική απέναντί του κι έναν πατέρα αδύνατο και αδιάφορο. Σ'αυτήν την περίπτωση το παιδί μπορεί να παραμείνει προσκολλημένο σε μαι πρώιμη μητρική πρόσδεση και να εξελιχθεί σε ένα άτομο που εξαρτάται από τη μητέρα, νιώθει αδύναμο και έχει τις χαρακτηριστικές τάσεις του ανθρώπου-αποδέκτη που έχει ανάγκη να παίρνει, να προστατεύεται, να φροντίζεται, και που του λείπουν οι πατρικές ιδιότητες -πειθαρχία, ανεξαρτησία, ικανότητα να κατακτήσει τη ζωή μόνος του.”
“Πηγα στο δωματιό μου και με αργά βήματα, δίχως να ανάψω το φως, κατευθήνθηκα στο παράθυρο. Με είχε κυριεύσει η σιωπή. Η μοναξιά. Άνοιξα τα φύλλα του παραθύρου για να αναπνέω τον νυχτερινό αέρα και μετά ακούμπησα απαλά στο πλαινό περβάζι. Έφερα τα χέρια γύρω μου και προσπάθησα να νιώσω ζεστασιά. Ένιωθα κρύα μέσα. Παγωμένη. Έκλεισα τα μάτια και αφουγκράστηκα. Ίσως να μπορούσα να ακούσω τα βήματά του μέσα στο δάσος. Τον αέρα που εκτόπιζε το ευλίγιστο κορμί του, την ανάσα του... Βρισκόμασταν τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά συνάμα. Σε λίγο, δε θα είχα ούτε καν αυτό..." Απο την Ελένη...ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΕΣ”