“Θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ δὲ θά ῾χουμε πιὰ τί νὰ ποῦμεΘὰ καθόμαστε ἀπέναντι καὶ θὰ κοιταζόμαστε στὰ μάτιαἩ σιωπή μου θὰ λέει: Πόσο εἶσαι ὄμορφη, μὰ δὲβρίσκω ἄλλο τρόπο νὰ στὸ πῶΘὰ ταξιδέψουμε κάπου, ἔτσι ἀπὸ ἀνία ἢ γιὰ νὰποῦμε πὼς κι ἐμεῖς ταξιδέψαμε.Ὁ κόσμος ψάχνει σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ νὰ βρεῖ τουλάχιστοτὸν ἔρωτα, μὰ δὲν βρίσκει τίποτα.Σκέφτομαι συχνὰ πὼς ἡ ζωή μας εἶναι τόσο μικρὴποὺ δὲν ἀξίζει κἂν νὰ τὴν ἀρχίσει κανείς.Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα θὰ πάω στὸ Μοντεβίδεο ἴσως καὶστὴ Σαγκάη, εἶναι κάτι κι αὐτὸ δὲ μπορεῖςνὰ τὸ ἀμφισβητήσεις.Καπνίσαμε -θυμήσου- ἀτέλειωτα τσιγάρασυζητώντας ἕνα βράδυ-ξεχνῶ πάνω σὲ τί- κι εἶναι κρῖμα γιατὶ ἦταν τόσο μα τόσο ἐνδιαφέρον.Μιὰ μέρα, ἂς ἤτανε, νὰ φύγω μακριά σου ἀλλὰ κιἐκεῖ θά ῾ρθεις καὶ θὰ μὲ ζητήσειςΔὲ μπορεῖ, Θέ μου, νὰ φύγει κανεὶς μοναχός του.”