“Σαν πλάγιασε να κοιμηθεί, σκάλισε τη συνείδησή του ώσαμε τα τρίσβαθα, σα μια πληγή, για το αποψινό του κάμωμα. Τίποτα, καμία τύψη. Εντάξει με τη συνείδησή του, εκεί που μάτιζε η συνείδηση με το Θεό. Του έμενε, ωστόσο, κάτι σα μια δυσάρεστη απόγεψη. Έψαξε και στην επιφάνεια για να βρει την αιτία. Νόμισε πως την ανακάλυψε. Δεν ήτανε εντάξει με τους ανθρώπους: με τα πατροπαράδοτα και τις προκαταλήψεις τους. Ανασήκωσε τους ώμους του, απότομα, σα να τα τίναζε αποπάνω του όλ' αυτά.”