“Μετά την τρίτη ανάγνωση χρειάστηκε να καθαρίσει τα γυαλιά του, τρίβωντάς τα με την άκρη της ρώσικης πουκαμίσας του, σαν να ήταν τα κρύσταλλα οι πραγματικοί υπεύθυνοι για τον θολό τρόπο με τον οποίο καταλάβαινε ορισμένες λέξεις που του φαίνονταν οδυνηρές αλλά όλο και πιο ξεκάθαρες.”
“Είδα το βιβλιοπωλείο να γίνεται στάχτη. Είδα τη φωτιά να γλείφει τα έπιπλα και τον παράξενο βιβλιοπώλη, και όλα εκείνα τα αγαπημένα βιβλία, οι σπάνιες σελίδες να γίνονται αποκαϊδια. Η φωτιά δεν μπόρεσε να σταματήσει μπροστά σ' όλα εκείνα που αγαπήσαμε ο καθένας ξεχωριστά και οι δύο μαζί. Γελούσε και έγλειφε με τη φιδίσια γλώσσα της και σκότωνε ακαριαία ό,τι είχε πραγματική σημασία πάνω στη γη. Η φωτιά έσβηνε τον έρωτα του Φλορεντίν Αρίσα για τη Φερμίνα του, που ήταν πέρα από το χρόνο. Σκότωνε για ακόμα μία φορά τον υπέροχο Γκατσμπι, κορόιδευε τον τρόπο που είχε μείνει κολλημένος να κρατάει την εικόνα της Νταίζης παγωμένη στην καρδιά του. Κατέστρεφε ολόκληρη την αθωώτητα στον Ηλίθιο του Ντοστογεφσκι, τα όμορφα πόδια της αδίστακτης Λολίτας, τα κίτρινα και τα κόκκινα εξώφυλλα όλων εκείνων που αγάπησαν και όλων εκείνων που έγραψαν πράγματα που έμοιαζαν πολύ με τη ζωή, αλλά ήταν πάνω από αυτήν, κάπου πολύ ψηλότερα, εκεί όπου οι άνθρωποι ήταν πιο κατανοητοί, πιο θαρραλέοι και που τα τέλη δεν έμοιαζαν τόσο απόλυτα ίδια, αλλά ήταν υπέροχα και γενναία, σαν μία πόλη με καθρέφτες που κατέρρεε όλη μαζί για να τα εξηγήσει όλα, τους μοναχικούς ανθρώπους και τις ευκαιρίες που είχαν πάνω στη γη.”
“Πηγα στο δωματιό μου και με αργά βήματα, δίχως να ανάψω το φως, κατευθήνθηκα στο παράθυρο. Με είχε κυριεύσει η σιωπή. Η μοναξιά. Άνοιξα τα φύλλα του παραθύρου για να αναπνέω τον νυχτερινό αέρα και μετά ακούμπησα απαλά στο πλαινό περβάζι. Έφερα τα χέρια γύρω μου και προσπάθησα να νιώσω ζεστασιά. Ένιωθα κρύα μέσα. Παγωμένη. Έκλεισα τα μάτια και αφουγκράστηκα. Ίσως να μπορούσα να ακούσω τα βήματά του μέσα στο δάσος. Τον αέρα που εκτόπιζε το ευλίγιστο κορμί του, την ανάσα του... Βρισκόμασταν τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά συνάμα. Σε λίγο, δε θα είχα ούτε καν αυτό..." Απο την Ελένη...ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΕΣ”
“Σαν πλάγιασε να κοιμηθεί, σκάλισε τη συνείδησή του ώσαμε τα τρίσβαθα, σα μια πληγή, για το αποψινό του κάμωμα. Τίποτα, καμία τύψη. Εντάξει με τη συνείδησή του, εκεί που μάτιζε η συνείδηση με το Θεό. Του έμενε, ωστόσο, κάτι σα μια δυσάρεστη απόγεψη. Έψαξε και στην επιφάνεια για να βρει την αιτία. Νόμισε πως την ανακάλυψε. Δεν ήτανε εντάξει με τους ανθρώπους: με τα πατροπαράδοτα και τις προκαταλήψεις τους. Ανασήκωσε τους ώμους του, απότομα, σα να τα τίναζε αποπάνω του όλ' αυτά.”
“Αναρωτιέμαι πολλές φορές, μετά τον θάνατο ενός ζευγαριού πού πάνε τα τρυφερά τους λόγια, αυτά που ψιθύριζαν μονάχα μεταξύ τους για χρόνια, αυτά που δεν κατέγραψε ποτέ κανείς, ο κώδικάς τους ο ιδιωτικός, ο ερμητικός, τα λόγια που φτιάχτηκαν απ' τα υγρά του έρωτα καθώς σταγόνες στέγνωναν στο στήθος και στην κοιλιά. Οι λέξεις τους οι μικρές, οι χαϊδευτικές, τα παρατσούκλια του έρωτα που μοιάζουν με γουργουρητά περιστεριών, τα προσωνύμια εκείνα που μπεμπεκίζουν, που ακούγονται στ' αυτιά των άλλων γελοία αλλά δεν είναι, λέξεις που τυχόν δεν υπάρχουν αλλά είναι παραφθορές άλλων, λόγια που τα φούρνισαν οι δικοί τους στεναγμοί και οι δαγκωματιές τους σε λαιμούς και τρυφερά αυτιά. Πού πάνε όλα αυτά μετά τον θάνατο; Δεν είναι λόγια προσευχής να τα φυλάξουν οι άγγελοι ούτε ποιήματα εμπνευσμένων ανδρών για να σκύψουν πάνω τους ύστερα από χρόνια οι σοφοί. Θρηνώ για τον χαμό τους τον αναπόφευκτο.”
“Ταυτόχρονα έγειραν και αντάλαξαν ένα φιλί ενώνοντας τα χείλη τους χωρίς να κλείσουν τα μάτια.Ήδη είχε υφάνει τον ιστό της και εκείνος έπεσε θύμα της γοητείας της. Ένα χάδι στον λαιμό ήταν αρκετό να αναστατώσει τον σβέρκο του. Το φιλί που ακολούθησε θαρρείς ότι κράτησε έναν αιώνα. Μια λεπτή κλωστή από σάλιο ήταν η γέφυρα ανάμεσα στην σάρκα και το πνεύμα. Δυο σώματα σφιχταγγαλιασμένα δρόσιζαν τις καυτές πληγές του πάθους τους. Τα χέρια του την έσφιξαν σαν τανάλια και ένα αναφιλητό ηδυπάθειας ήταν η αφορμή να εκραγούν στα πιο χρυσαφένια χρώματα. Η θερμοκρασία σκαρφάλωνε στις υψηλότερες βουνοκορφές του κόσμου, ενώ ρυθμικά τα κορμιά ανακάλυπταν τις λεπτές γραμμές του πόθου. Τα μαλλιά της κυλιόντουσαν σε όλη την έκταση του κορμιού του όσο η γλώσσα της χάραζε υγρούς διαδρόμους απόλαυσης. Τα χρώματα πήραν άλλη μορφή και τα αρώματα άλλη έννοια. Ο κόσμος έφτασε στο σημείο μηδέν και οι λέξεις έχασαν την ουσία τους. Τα κύτταρα της υλικής υπόστασης φορτίζονταν από ισχυρές δόσεις ηλεκτρισμού και ο αέρας ήταν μάρτυρας της συνένωσης στον χώρο. Τα ηλεκτρικά φορτιά έδιναν κίνηση και οι ψυχές τους φωτίζονταν. Η πανδαισία των αισθήσεων ήταν σε πλήρη αρμονία. Ο ορίζοντας έμεινε αδειανός από εικόνες και στο κενό λικνίζονταν η παρουσία της θηλυκής της υπόστασης. Το κέντρο του κόσμου ήταν αυτή και τα ξανθά μαλλιά μαστίγωναν κάθε του αντίσταση. Ο ιδρώτας όριζε τις μυρωδιές των πάντων και η ανάσα τους χαμογελούσε κάπου στο βάθος σιβυλλικά. Η ένωση όριζε τον Χρόνο όπως η γέννησή του τον συμφώνησε από αρχέγονες καταβολές. Τα κορμιά τους πάλλονταν ρυθμικά και συντονισμένα σαν τις χορδές μιας άρπας. Η μελωδία που τραγουδούσαν τα δύο σώματα χάριζαν απλόχερα την ίαση στις ψυχές τους. Όταν η στιγμή ορίστηκε σιωπηλά, ξέσπασαν και οι δυό τους σε μια παντοδύναμη μέθη της ύλης. Το πνεύμα είχε γίνει ένα. Αναφιλητά και χτύποι μαρτυρούσαν την παρουσία από κάτι θεϊκό ολόγυρά τους. Η ένταση έσπευσε να επιστρέψει στο σημείο ισορροπίας και οι ανάσες τους πάλωνταν σε έναν χορό γλυκόπιοτο. Τα δυο σώματα χρωμάτιζαν τα όνειρα που κυμάτιζαν μπροστά τους. Μια θάλασσα από συναισθήματα γκρέμισε με ορμή κάθε αμφιβολία. Έμειναν αγκαλιασμένοι για όση ώρα η καρδιά τους έκρουε τους ήχους της με ορμή. Τα βλέμματά τους έμειναν ενωμένα σαν να αποζητούσαν ξανά αυτό που μόλις είχαν ζήσει. Η μέθεξη ήταν οριστική σε μια συμφωνία μυστική. Τώρα πια γνωρίζει ο ένας τον άλλον.”