“η παρατεταμένη πίστη σε μια ολοφάνερα απούσα θεϊκή οντότητα προκαλούσε φαινόμενα αποβλάκωσης, τα οποία, μακροπρόθεσμα, ήταν ασύμβατα με τη διατήρηση ενός τεχνολογικού πολιτισμού”
“Δεν μου ήταν ποτέ εύκολο να συνεννοηθώ με άνθρωπο. Ούτε μπορούσα να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι ήταν τόσο διαφορετικοί από εμένα. Αυτό βέβαια ήταν πολύ αφελές από τη μεριά μου, αλλά και πολύ χρήσιμο. Γιατί με είχε σε μια μόνιμη ταραχή, σε μια διαρκή διαμαρτυρία και σ’ ένα πολύ γόνιμο παράπονο… Από την άλλη, είχα μια ευγένεια η οποία με κατέστρεψε απολύτως! Εμπόδισε δηλαδή τη ζωή μου να πάρει το δρόμο της. Υπέμεινα πράγματα τα οποία δεν έπρεπε να υπομείνω, με το αιτιολογικό μιας ευγένειας ότι θα πίκραινα, ότι θα πείραζα, ότι θ’ αναστάτωνα των άλλων τη ζωή. Αυτό ήταν μία ήττα. Καθαρή ήττα...”
“Ήταν πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Κυψέλη παρά η ωραιότερη στον κόσμο. Στην Κυψέλη σε έβλεπαν κάθε μέρα στο δρόμο, δεν σε ψήφιζαν βαμμένη, με μουσική από πίσω, ούτε σε γνώριζαν απ' τα περιοδικά, σε είχαν αγαπήσει χωρίς φωτογένεια.”
“Μια Βιβλιοθήκη με τα ράφια της γεμάτα βιβλία είναι ένα σύμπαν με την αιωνιότητα διαιρεμένη σε τόμους.”
“Σαν πλάγιασε να κοιμηθεί, σκάλισε τη συνείδησή του ώσαμε τα τρίσβαθα, σα μια πληγή, για το αποψινό του κάμωμα. Τίποτα, καμία τύψη. Εντάξει με τη συνείδησή του, εκεί που μάτιζε η συνείδηση με το Θεό. Του έμενε, ωστόσο, κάτι σα μια δυσάρεστη απόγεψη. Έψαξε και στην επιφάνεια για να βρει την αιτία. Νόμισε πως την ανακάλυψε. Δεν ήτανε εντάξει με τους ανθρώπους: με τα πατροπαράδοτα και τις προκαταλήψεις τους. Ανασήκωσε τους ώμους του, απότομα, σα να τα τίναζε αποπάνω του όλ' αυτά.”
“Ταυτόχρονα έγειραν και αντάλαξαν ένα φιλί ενώνοντας τα χείλη τους χωρίς να κλείσουν τα μάτια.Ήδη είχε υφάνει τον ιστό της και εκείνος έπεσε θύμα της γοητείας της. Ένα χάδι στον λαιμό ήταν αρκετό να αναστατώσει τον σβέρκο του. Το φιλί που ακολούθησε θαρρείς ότι κράτησε έναν αιώνα. Μια λεπτή κλωστή από σάλιο ήταν η γέφυρα ανάμεσα στην σάρκα και το πνεύμα. Δυο σώματα σφιχταγγαλιασμένα δρόσιζαν τις καυτές πληγές του πάθους τους. Τα χέρια του την έσφιξαν σαν τανάλια και ένα αναφιλητό ηδυπάθειας ήταν η αφορμή να εκραγούν στα πιο χρυσαφένια χρώματα. Η θερμοκρασία σκαρφάλωνε στις υψηλότερες βουνοκορφές του κόσμου, ενώ ρυθμικά τα κορμιά ανακάλυπταν τις λεπτές γραμμές του πόθου. Τα μαλλιά της κυλιόντουσαν σε όλη την έκταση του κορμιού του όσο η γλώσσα της χάραζε υγρούς διαδρόμους απόλαυσης. Τα χρώματα πήραν άλλη μορφή και τα αρώματα άλλη έννοια. Ο κόσμος έφτασε στο σημείο μηδέν και οι λέξεις έχασαν την ουσία τους. Τα κύτταρα της υλικής υπόστασης φορτίζονταν από ισχυρές δόσεις ηλεκτρισμού και ο αέρας ήταν μάρτυρας της συνένωσης στον χώρο. Τα ηλεκτρικά φορτιά έδιναν κίνηση και οι ψυχές τους φωτίζονταν. Η πανδαισία των αισθήσεων ήταν σε πλήρη αρμονία. Ο ορίζοντας έμεινε αδειανός από εικόνες και στο κενό λικνίζονταν η παρουσία της θηλυκής της υπόστασης. Το κέντρο του κόσμου ήταν αυτή και τα ξανθά μαλλιά μαστίγωναν κάθε του αντίσταση. Ο ιδρώτας όριζε τις μυρωδιές των πάντων και η ανάσα τους χαμογελούσε κάπου στο βάθος σιβυλλικά. Η ένωση όριζε τον Χρόνο όπως η γέννησή του τον συμφώνησε από αρχέγονες καταβολές. Τα κορμιά τους πάλλονταν ρυθμικά και συντονισμένα σαν τις χορδές μιας άρπας. Η μελωδία που τραγουδούσαν τα δύο σώματα χάριζαν απλόχερα την ίαση στις ψυχές τους. Όταν η στιγμή ορίστηκε σιωπηλά, ξέσπασαν και οι δυό τους σε μια παντοδύναμη μέθη της ύλης. Το πνεύμα είχε γίνει ένα. Αναφιλητά και χτύποι μαρτυρούσαν την παρουσία από κάτι θεϊκό ολόγυρά τους. Η ένταση έσπευσε να επιστρέψει στο σημείο ισορροπίας και οι ανάσες τους πάλωνταν σε έναν χορό γλυκόπιοτο. Τα δυο σώματα χρωμάτιζαν τα όνειρα που κυμάτιζαν μπροστά τους. Μια θάλασσα από συναισθήματα γκρέμισε με ορμή κάθε αμφιβολία. Έμειναν αγκαλιασμένοι για όση ώρα η καρδιά τους έκρουε τους ήχους της με ορμή. Τα βλέμματά τους έμειναν ενωμένα σαν να αποζητούσαν ξανά αυτό που μόλις είχαν ζήσει. Η μέθεξη ήταν οριστική σε μια συμφωνία μυστική. Τώρα πια γνωρίζει ο ένας τον άλλον.”