“Είδα το βιβλιοπωλείο να γίνεται στάχτη. Είδα τη φωτιά να γλείφει τα έπιπλα και τον παράξενο βιβλιοπώλη, και όλα εκείνα τα αγαπημένα βιβλία, οι σπάνιες σελίδες να γίνονται αποκαϊδια. Η φωτιά δεν μπόρεσε να σταματήσει μπροστά σ' όλα εκείνα που αγαπήσαμε ο καθένας ξεχωριστά και οι δύο μαζί. Γελούσε και έγλειφε με τη φιδίσια γλώσσα της και σκότωνε ακαριαία ό,τι είχε πραγματική σημασία πάνω στη γη. Η φωτιά έσβηνε τον έρωτα του Φλορεντίν Αρίσα για τη Φερμίνα του, που ήταν πέρα από το χρόνο. Σκότωνε για ακόμα μία φορά τον υπέροχο Γκατσμπι, κορόιδευε τον τρόπο που είχε μείνει κολλημένος να κρατάει την εικόνα της Νταίζης παγωμένη στην καρδιά του. Κατέστρεφε ολόκληρη την αθωώτητα στον Ηλίθιο του Ντοστογεφσκι, τα όμορφα πόδια της αδίστακτης Λολίτας, τα κίτρινα και τα κόκκινα εξώφυλλα όλων εκείνων που αγάπησαν και όλων εκείνων που έγραψαν πράγματα που έμοιαζαν πολύ με τη ζωή, αλλά ήταν πάνω από αυτήν, κάπου πολύ ψηλότερα, εκεί όπου οι άνθρωποι ήταν πιο κατανοητοί, πιο θαρραλέοι και που τα τέλη δεν έμοιαζαν τόσο απόλυτα ίδια, αλλά ήταν υπέροχα και γενναία, σαν μία πόλη με καθρέφτες που κατέρρεε όλη μαζί για να τα εξηγήσει όλα, τους μοναχικούς ανθρώπους και τις ευκαιρίες που είχαν πάνω στη γη.”