“Όπως βλέπεις, Άρεν, μια πράξη δεν είναι, όπως συχνά νομίζουν οι νέοι, σαν μια πέτρα, που κάποιος σηκώνει και πετάει, και πετυχαίνει ή αστοχεί, κι αυτό είναι όλο. Όταν σηκώνεις αυτή την πέτρα, η γη γίνεται ελαφρότερη και το χέρι που την βαστά γίνεται βαρύτερο. Όταν την πετάς, τα κυκλώματα των άστρων ανταποκρίνονται, κι όπου χτυπήσει ή πέσει το σύμπαν μεταβάλλεται. Με κάθε πράξη διακυβεύεται η ισορροπία του συνόλου. Οι άνεμοι και οι θάλασσες, οι δυνάμεις του νερού, του εδάφους και του φωτός, τα ζώα και τα φυτά, και όλα όσα κάνουν, είναι καλά και σωστά καμωμένα. Γιατί όλα τους δρουν μέσα στο πλαίσιο της Ισορροπίας. Από τον τυφώνα και το σάλπισμα της μεγάλης φάλαινας, μέχρι την πτώση ενός ξεραμένου φύλου και το πέταγμα της σκνίπας· όλα γίνονται με γνώμονα την ισορροπία του συνόλου. Αλλά εμείς, στο βαθμό που έχουμε εξουσία πάνω στο σύμπαν και ο ένας πάνω στον άλλον, πρέπει να μαθαίνουμε να κάνουμε αυτό που το φύλλο και η φάλαινα και ο άνεμος κάνουν από τη φύση τους. Πρέπει να μαθαίνουμε να διατηρούμε την ισορροπία. Αφού διαθέτουμε ευφυΐα, δεν πρέπει να δρούμε από άγνοια. Αφού έχουμε επιλογές, δεν πρέπει να συμπεριφερόμαστε ανεύθυνα.”
“Είδα το βιβλιοπωλείο να γίνεται στάχτη. Είδα τη φωτιά να γλείφει τα έπιπλα και τον παράξενο βιβλιοπώλη, και όλα εκείνα τα αγαπημένα βιβλία, οι σπάνιες σελίδες να γίνονται αποκαϊδια. Η φωτιά δεν μπόρεσε να σταματήσει μπροστά σ' όλα εκείνα που αγαπήσαμε ο καθένας ξεχωριστά και οι δύο μαζί. Γελούσε και έγλειφε με τη φιδίσια γλώσσα της και σκότωνε ακαριαία ό,τι είχε πραγματική σημασία πάνω στη γη. Η φωτιά έσβηνε τον έρωτα του Φλορεντίν Αρίσα για τη Φερμίνα του, που ήταν πέρα από το χρόνο. Σκότωνε για ακόμα μία φορά τον υπέροχο Γκατσμπι, κορόιδευε τον τρόπο που είχε μείνει κολλημένος να κρατάει την εικόνα της Νταίζης παγωμένη στην καρδιά του. Κατέστρεφε ολόκληρη την αθωώτητα στον Ηλίθιο του Ντοστογεφσκι, τα όμορφα πόδια της αδίστακτης Λολίτας, τα κίτρινα και τα κόκκινα εξώφυλλα όλων εκείνων που αγάπησαν και όλων εκείνων που έγραψαν πράγματα που έμοιαζαν πολύ με τη ζωή, αλλά ήταν πάνω από αυτήν, κάπου πολύ ψηλότερα, εκεί όπου οι άνθρωποι ήταν πιο κατανοητοί, πιο θαρραλέοι και που τα τέλη δεν έμοιαζαν τόσο απόλυτα ίδια, αλλά ήταν υπέροχα και γενναία, σαν μία πόλη με καθρέφτες που κατέρρεε όλη μαζί για να τα εξηγήσει όλα, τους μοναχικούς ανθρώπους και τις ευκαιρίες που είχαν πάνω στη γη.”
“Όταν σκέφτομαι τη βροχή, λύνω την απορία μου, γιατί δε θα υπήρχε μελωδία χωρίς τις στάλες αν τα σύννεφα δεν κρατούσαν κάθε χρόνο την υπόσχεσή τους να ξεσπάσουν, και θυμάμαι την Έλι που έλεγε ότι οι πλημμύρες δείχνουν πως το φεγγάρι και η θάλασσα κρατούν τις υποσχέσεις τους κι αυτό είν' όλο. Μια υπόσχεση είναι κάτι που δε μετριέται, σημαίνει εμπιστοσύνη, και δε γίνεται να μιλάω για τη βροχή, τη θάλασσα και το φεγγάρι, αλλά γίνεται να ρωτήσω γιατί οι άνθρωποι τηρούν τις υποσχέσεις τους και ίσως τελικά η απάντηση σ' αυτό να είναι η αγάπη.”
“Ταυτόχρονα έγειραν και αντάλαξαν ένα φιλί ενώνοντας τα χείλη τους χωρίς να κλείσουν τα μάτια.Ήδη είχε υφάνει τον ιστό της και εκείνος έπεσε θύμα της γοητείας της. Ένα χάδι στον λαιμό ήταν αρκετό να αναστατώσει τον σβέρκο του. Το φιλί που ακολούθησε θαρρείς ότι κράτησε έναν αιώνα. Μια λεπτή κλωστή από σάλιο ήταν η γέφυρα ανάμεσα στην σάρκα και το πνεύμα. Δυο σώματα σφιχταγγαλιασμένα δρόσιζαν τις καυτές πληγές του πάθους τους. Τα χέρια του την έσφιξαν σαν τανάλια και ένα αναφιλητό ηδυπάθειας ήταν η αφορμή να εκραγούν στα πιο χρυσαφένια χρώματα. Η θερμοκρασία σκαρφάλωνε στις υψηλότερες βουνοκορφές του κόσμου, ενώ ρυθμικά τα κορμιά ανακάλυπταν τις λεπτές γραμμές του πόθου. Τα μαλλιά της κυλιόντουσαν σε όλη την έκταση του κορμιού του όσο η γλώσσα της χάραζε υγρούς διαδρόμους απόλαυσης. Τα χρώματα πήραν άλλη μορφή και τα αρώματα άλλη έννοια. Ο κόσμος έφτασε στο σημείο μηδέν και οι λέξεις έχασαν την ουσία τους. Τα κύτταρα της υλικής υπόστασης φορτίζονταν από ισχυρές δόσεις ηλεκτρισμού και ο αέρας ήταν μάρτυρας της συνένωσης στον χώρο. Τα ηλεκτρικά φορτιά έδιναν κίνηση και οι ψυχές τους φωτίζονταν. Η πανδαισία των αισθήσεων ήταν σε πλήρη αρμονία. Ο ορίζοντας έμεινε αδειανός από εικόνες και στο κενό λικνίζονταν η παρουσία της θηλυκής της υπόστασης. Το κέντρο του κόσμου ήταν αυτή και τα ξανθά μαλλιά μαστίγωναν κάθε του αντίσταση. Ο ιδρώτας όριζε τις μυρωδιές των πάντων και η ανάσα τους χαμογελούσε κάπου στο βάθος σιβυλλικά. Η ένωση όριζε τον Χρόνο όπως η γέννησή του τον συμφώνησε από αρχέγονες καταβολές. Τα κορμιά τους πάλλονταν ρυθμικά και συντονισμένα σαν τις χορδές μιας άρπας. Η μελωδία που τραγουδούσαν τα δύο σώματα χάριζαν απλόχερα την ίαση στις ψυχές τους. Όταν η στιγμή ορίστηκε σιωπηλά, ξέσπασαν και οι δυό τους σε μια παντοδύναμη μέθη της ύλης. Το πνεύμα είχε γίνει ένα. Αναφιλητά και χτύποι μαρτυρούσαν την παρουσία από κάτι θεϊκό ολόγυρά τους. Η ένταση έσπευσε να επιστρέψει στο σημείο ισορροπίας και οι ανάσες τους πάλωνταν σε έναν χορό γλυκόπιοτο. Τα δυο σώματα χρωμάτιζαν τα όνειρα που κυμάτιζαν μπροστά τους. Μια θάλασσα από συναισθήματα γκρέμισε με ορμή κάθε αμφιβολία. Έμειναν αγκαλιασμένοι για όση ώρα η καρδιά τους έκρουε τους ήχους της με ορμή. Τα βλέμματά τους έμειναν ενωμένα σαν να αποζητούσαν ξανά αυτό που μόλις είχαν ζήσει. Η μέθεξη ήταν οριστική σε μια συμφωνία μυστική. Τώρα πια γνωρίζει ο ένας τον άλλον.”
“Ο κόσμος της γυναίκας είναι γαλατόδασος• πέρα απ’ αυτόν απλώνεται άνυδρος χερσότοπος με στείρες σαύρες και θίνες. Στο ξέφωτο του δάσους, κάτω από μαστόμορφους καρπούς, στέκει το απόμακρό του τέμενος. Έξω από την είσοδο πρέπει να σταθείς και να βγάλεις τα παπούτσια, να νιφτείς, και καθώς περνάς τη χαμηλή πόρτα να σκύψεις. Εκεί, μόλις μπεις στο μισοσκόταδο και στην υγρασία της ζεστής πέτρας, βασιλεύει μια μυρωδιά• είναι τα λόγια τους που καίνε σαν θυμίαμα στις γωνιές κι όλος ο ναός μοσχοβολά. Είτε πρόκειται για βαθύκολπες Δαρδανίδες είτε για μεσόκοπες γυναίκες της Αθήνας με βαθύ ντεκολτέ και ιδρωμένο στήθος, ο κόσμος τους είναι ο ίδιος.”
“Μια αιτία για τη δημιουργία νεύρωσης μπορεί να βρεθεί στο γεγονός ότι το παιδί έχει μια μητέρα που το αγαπάει μεν αλλά είναι υπερβολικά επιεικής ή αυταρχική απέναντί του κι έναν πατέρα αδύνατο και αδιάφορο. Σ'αυτήν την περίπτωση το παιδί μπορεί να παραμείνει προσκολλημένο σε μαι πρώιμη μητρική πρόσδεση και να εξελιχθεί σε ένα άτομο που εξαρτάται από τη μητέρα, νιώθει αδύναμο και έχει τις χαρακτηριστικές τάσεις του ανθρώπου-αποδέκτη που έχει ανάγκη να παίρνει, να προστατεύεται, να φροντίζεται, και που του λείπουν οι πατρικές ιδιότητες -πειθαρχία, ανεξαρτησία, ικανότητα να κατακτήσει τη ζωή μόνος του.”